- θηλώδης
- -ες [θηλή]1. αυτός που έχει θηλές2. αυτός που μοιάζει με θηλή, ο θηλοειδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θηλή — (Ανατ.). Επιστημονική ονομασία προεξοχής της επιφάνειας ορισμένων οργάνων του σώματος. Οι πιο γνωστές θ., των οποίων η κοινή ονομασία είναι ρώγες, είναι αυτές των μαστών. Αναφέρονται και πολλές άλλες, όπως οι γευστικές θ. της γλώσσας, στις οποίες … Dictionary of Greek